- νεούτσικος
- και νιούτσικος, -η, -ο (Μ νεούτσικος και νιούτσικος, -η, -ον) [νέος]1. (με θωπευτική σημ.) πολύ νεαρός σε ηλικία2. το αρσ. ως ουσ. ο νεούτσικοςνέος άντρας, νεαρούλης3. το θηλ. ως ουσ. η νεουτσικηνεαρή γυναίκα, κοπέλανεοελλ.1. (γενικά) πρόσφατος, καινούργιος2. (για βλάστηση και για φυτά) αυτός που φύτρωσε πρόσφατα, ο τρυφερός3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεούτσικοινεαρά άτομα4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νεούτσικαέφηβοι, νεαροί.
Dictionary of Greek. 2013.